- χαντζάρας
- και χατζάρας, ο, Ν (χλευαστ.) σπαθοφόρος, σακαράκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαντζάρι / χατζάρι + κατάλ. -ας (πρβλ. κεφάλ-ας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-άρας — μεγεθυντική κατάλ. αρσ. ονομάτων της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται με την κατάλ. άρα* < άρι (πρβλ. ποδάρι ποδάρας). Κατά κύριο λόγο η κατάλ. άρας χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό ανδρικών μεγεθυντικών κυρίων ονομάτων, πολλά από τα οποία… … Dictionary of Greek
χατζάρας — ο, Ν βλ. χαντζάρας … Dictionary of Greek
σακαράκας — ο στρατιωτικός αμόρφωτος και γελοίος, χαντζάρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)